ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

«Στους πειρασμούς που με βασάνιζαν», έγραφε ο Γιώργος Μανουσάκης, «βάζω και τα διάφορα χόμπι μου, που κατέφευγα σ’ αυτά οσάκις ήθελα να ξεκουραστώ από τη ζωγραφική….. Τα χόμπι μου, λοιπόν, ήταν πολλά και μερικά εντελώς άσχετα με τη ζωγραφική. Σχετικά με τη ζωγραφική ήσαν η φωτογραφία και ο ερασιτεχνικός κινηματογράφος, ίσως και η βοτανική, γιατί το ενδιαφέρον μου για τα ελληνικά αγριολούλουδα ήταν περισσότερο αισθητικό παρά επιστημονικό. ΄Ολες οι πάρεργες απασχολήσεις μου είχαν έναν κοινό παρονομαστή, την έντονη επιθυμία μου να διασώσω από τη φθορά του χρόνου τη μορφή».
Η μεγάλη του αγάπη –κάτι που δεν το έκρυβε άλλωστε– ήταν η φωτογραφία. Το μαρτυρεί, εξάλλου, και το πλουσιότατο φωτογραφικό του αρχείο, που χρονολογείται από το 1952 και καλύπτει ολόκληρο σχεδόν τον ελληνικό χώρο στη φυσική και πολιτιστική του διάσταση. Ο Μανουσάκης είναι ίσως από τους λίγους που θα μπορούσαν να φέρουν επάξια το όνομα του περιηγητή, όπως το εννοούσαν στον 19ο αιώνα. Ταξίδεψε όσο λίγοι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, μελέτησε την ιστορία της και απαθανάτισε με τη φωτογραφική μηχανή του μνημεία και τόπους, ανθρώπινες μορφές και σκηνές της καθημερινής ζωής. Σύντροφοι στις περιηγήσεις του ήταν οι αγαπημένες του μηχανές, μια Roleiflex για φιλμ 6Χ6 εκ. και μια Nikon FM για φιλμ των 36 mm.
Το καλοκαίρι του 1983 (1-17 Ιουν.) διοργανώθηκε, στην γκαλερί Κ. Σταυρακάκη στο Ηράκλειο, έκθεση με ασπρόμαυρες φωτογραφίες του από την Κρήτη. Το 2001 παρουσίασε επίσης ένα μικρό δείγμα του φωτογραφικού του αρχείου στην γκαλερί της οδού  Χάρητος στο Κολωνάκι, με τίτλο
«Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες μου». Στον κατάλογο που κυκλοφόρησε με την ευκαιρία της έκθεσης δημοσιεύθηκε ένα σύντομο κείμενό του, όπου καταγράφει τις σκέψεις του για την τέχνη της φωτογραφίας και τη σχέση της με τη ζωγραφική, καθώς και για τη δουλειά  του:
«Η φωτογραφία περιλαμβάνεται στη μεγάλη οικογένεια των εικαστικών τεχνών», γράφει, «αλλά είναι μια τέχνη αυτοτελής, με δική της τεχνική και δικούς της κανόνες. Προβλήματα, όπως η απομόνωση ενός θέματος από το χάος των εικόνων που μας περιβάλλουν, η σύνθεση μέσα σ’ ένα δεδομένο πλαίσιο-σχήμα, ο τόνος και η κατανομή των τόνων, στα όρια της φωτογραφίας, είναι κοινά στη φωτογραφία και τη ζωγραφική. Είναι εύκολο, επομένως, ένας ζωγράφος να ολισθήσει στη φωτογραφία, χωρίς αυτό να μπορεί να θεωρηθεί «απιστία». Λόγοι όμως, που έχουν σχέση με την ηθική, δεν θα ήταν αρκετοί να με αποτρέψουν να ασχοληθώ με τη φωτογραφία, ιδίως την ασπρόμαυρη. Η φωτογραφία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωγραφική, αλλά ούτε η ζωγραφική μπορεί να αντικαταστήσει τη φωτογραφία. Η ταχύτητα και η ακρίβεια με την οποία ο φωτογραφικός φακός καταγράφει τις εικόνες, κάνει τη φωτογραφία αναντικατάστατη, αλλά και αντιστρόφως: τη «ζεστασιά» του χεριού, που τρέμει όταν σχεδιάζει, τίποτε δεν μπορεί να την αντικαταστήσει επίσης. Τα «λάθη» στη ζωγραφική έχουν περισσότερη αξία από την αλάθητη εγγραφή των εικόνων από τη φωτογραφική μηχανή. Είναι, επομένως, διαφορετικές οι επιδιώξεις μου όταν φωτογραφίζω, από τις επιδιώξεις μου όταν ζωγραφίζω. Δεν κάνω ποτέ σύγχυση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο συγγενικές, αλλά διαφορετικές, τέχνες.
Τις φωτογραφίες μου θα μπορούσα να τις κατατάξω σε τρεις κατηγορίες:
1. φωτογραφίες-ντοκουμέντα,
2. Αναμνηστικές φωτογραφίες,
3. Καλλιτεχνικές φωτογραφίες.
Οι περισσότερες φωτογραφίες μου ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Είναι εκείνες που δίνουν μια ακριβή και αξιόπιστη οπτική πληροφορία για έναν άνθρωπο, ένα ανθρώπινο έργο, για έναν τόπο, για ένα γεγονός. Την οπτική πληροφορία, όταν πρόκειται για ένα εικαστικό έργο, καμία άλλη δεν μπορεί να την αντικαταστήσει. Οι γραπτές πληροφορίες που έχουμε λ.χ. για τη ζωγραφική του Ζεύξη και του Απελλή, ή για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, στον Παρθενώνα, δεν αρκούν για να ικανοποιήσουν τη γνωστική μας περιέργεια και να σχηματίσουμε μια ακριβή εντύπωση για τα έργα αυτά. Μια υποθετική φωτογραφία αυτών των έργων, αν είχε διασωθεί ως πληροφορία, θα είχε πολύ μεγαλύτερη αξία από οποιαδήποτε άλλη.
Με την επίγνωση ότι κατέγραψα στις φωτογραφίες μου τα επιτεύγματα ενός πολιτισμού, που συχνά έρχεται και παρέρχεται απαρατήρητος και βιώνει λάθρα ανάμεσά μας, επιδόθηκα στη συστηματική φωτογράφηση ανθρώπινων έργων (ιδίως της αρχιτεκτονικής, καταβάλλοντας προσπάθεια να απομονώσω το θέμα μου, να το απαλλάξω από ξένα στοιχεία και να το αναδείξω στο μέτρο του δυνατού). Στην κατηγορία αυτή θα μπορούσα να περιλάβω και φωτογραφίες τόπων ιστορικών, αλλά και ανθρώπων που ζουν στους τόπους αυτούς, δεμένοι στενά με το περιβάλλον τους. Είναι αυτονόητο ότι όσο περισσότερο είναι τεχνικώς άρτια μια φωτογραφία, τόσο περισσότερο μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά, ως πληροφορία-ντοκουμέντο. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος που και η Δικαιοσύνη, σήμερα, αναγνωρίζει τη φωτογραφία ως αποδεικτικό στοιχείο.
Η επόμενη κατηγορία είναι οι αναμνηστικές φωτογραφίες. Αυτές έχουν συναισθηματική, συνεπώς υποκειμενική, αξία. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι λεγόμενες οικογενειακές φωτογραφίες (οι φωτογραφίες συγγενικών ή φιλικών προσώπων). Οι φωτογραφίες αυτές, παράλληλα με τη συναισθηματική τους αξία, δεν αποκλείεται να έχουν ένα γενικότερο ενδιαφέρον, να λειτουργούν και αυτές ως ντοκουμέντα και να μεταδίδουν πολύτιμες πληροφορίες, κάτι που βρισκόταν πέραν των προθέσεών μου όταν τις έκανα. Η πάροδος του χρόνου προσδίδει στις φωτογραφίες αυτές μια διάσταση που δεν την είχαν αρχικά.
Μια τρίτη κατηγορία και τελευταία είναι εκείνες οι φωτογραφίες μου, που τις έχω επονομάσει «καλλιτεχνικές». Στις φωτογραφίες αυτές, πολλές φορές, είναι φανερή η επιδίωξή μου να φτάσω σ’ ένα αισθητικό αποτέλεσμα, άσχετο με το θέμα μου. Το θέμα στις περιπτώσεις αυτές (σε αντίθεση με τις φωτογραφίες-ντοκουμέντα) κατέχει δευτερεύουσα θέση έναντι της μορφής, ή είναι εντελώς αμελητέο. Προέχει η στέρεη και ισορροπημένη σύνθεση, ο τόνος, ενίοτε και η συνειδητή αφαίρεση, για να απογυμνωθεί το αποτέλεσμα από οποιαδήποτε άλλη έννοια, πλην αυτής που έχει. Φυσικά, τα επιτεύγματά μου δεν ανταποκρίνονται πάντοτε στις προσδοκίες μου, αλλά δεν θα μπορούσα να αποφύγω αυτούς τους ριψοκίνδυνους πειραματισμούς. Πολλοί είναι εκείνοι που θα μπορούσαν να έχουν επιφυλάξεις, κατά πόσον νομιμοποιείται η μεταφορά ιδεών από τη σύγχρονη ζωγραφική στη φωτογραφία, αλλά θα απαντήσω σ’ αυτούς επαναλαμβάνοντας ότι λόγοι ηθικής δεν θα με εμπόδιζαν να πειραματίζομαι, επομένως, να μην κάνω λάθη όταν φωτογραφίζω.
Τελειώνοντας θα ήθελα να προσθέσω ότι ο διαχωρισμός των φωτογραφιών μου σε ντοκουμέντα, αναμνηστικές φωτογραφίες και καλλιτεχνικές φωτογραφίες δεν είναι απόλυτος. Τα όρια των κατηγοριών αυτών, στην πραγματικότητα, εμπλέκονται και συγχέονται. Θα ήταν ματαιοπονία, επομένως, να επιμείνει κανείς να κατατάξει τις φωτογραφίες μου σ’ αυτές τις συμβατικές κατηγορίες, με σχολαστική ακρίβεια».
Στα κατάλοιπα του Μανουσάκη βρέθηκαν μακέτες εξωφύλλων, σχεδιασμένες από τον ίδιο, που δείχνουν ότι σκόπευε να εκδώσει φωτογραφίες του από διάφορα μέρη της Ελλάδος σ’ ένα λεύκωμα με τίτλο «Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες μου», καθώς και μια άλλη ενότητα με θέμα «Μικράς Ασίας περιήγηση».
Το πλούσιο αρχείο με τις φωτογραφίες του Μανουσάκη δωρήθηκε από την οικογένειά του, μετά τον θάνατό του, στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη. Το καλοκαίρι μάλιστα του 2004 λίγα αντιπροσωπευτικά δείγματα των φωτογραφιών αυτών παρουσιάστηκαν στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Μαρκοπούλου στην έκθεση «Ανατολικά της Αττικής», που διοργανώθηκε από τη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής και το Δήμο Μαρκοπούλου, σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη.
Στην  εισαγωγή του «Καταλόγου» της έκθεσης η Ειρήνη Μπουντούρη διακρίνει και επισημαίνει την ξεχωριστή ματιά του Γιώργου Μανουσάκη ως φωτογράφου, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «χωρίς ίχνος υπεροψίας γίνεται ο μοναχικός υμνητής της ελληνικής ιδιαιτερότητας.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου