Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μανουσάκης αποκαλούσε «περιπατητική ζωγραφική» ή «ζωγραφική του δρόμου» την περίοδο της
δουλειάς του στις δεκαετίες του 1950 και 1960, τότε που είχε αρχίσει να
ταξιδεύει στην Ελλάδα ως περιηγητής και να καταγράφει με πάθος −με τις
ακουαρέλες και τα σχέδιά του− καθετί που τον συγκινούσε: ανθρώπινους τύπους,
σκηνές της καθημερινής ζωής, τοπία, απόψεις δρόμων, σπίτια και εκκλησίες,
μαγαζιά, ταβέρνες και καφενεία, απομονώνοντας με τον δικό του τρόπο στοιχεία
της ταυτότητάς μας που συνθέτουν μια διαχρονική Ελλάδα. Θυμίζει η δουλειά του
αυτή τους περιηγητές ζωγράφους του 19ου αιώνα, που με τα σχέδια και τα
ζωγραφικά τους έργα διέσωσαν την εικόνα του τόπου μας σ’ εκείνα τα χρόνια. Ο
Μανουσάκης, όπως έγραφε στα 1952 ένας Κρητικός ζωγράφος και επιστήθιος φίλος
του, ο Θωμάς Φανουράκης, είδε τις
εικόνες αυτές «μέσα σ’ όλο το αδιάφθορο
‘ρωμέικο’ χρώμα τους».

Στις ακουαρέλες του ο Μανουσάκης περιγράφει με
ακρίβεια γραφικές λεπτομέρειες με χρώματα καθαρά και λυρικά και δίνει ιδιαίτερη
σημασία στο σχέδιο.
Επειδή ο Μανουσάκης είχε μελετήσει, όσο λίγοι, την
τεχνική της ακουαρέλας και ένα μεγάλο μέρος του έργου του έχει φιλοτεχνηθεί μ’
αυτή την τεχνική, αξίζει να παραθέσουμε ένα σύντομο αδημοσίευτο κείμενό του για
το πώς δουλεύεται η ακουαρέλα:
«Η ακουαρέλα δεν είναι μια εύκολη λύση»,
γράφει ο Μανουσάκης, «όπως νομίζουν
μερικοί. Η ακουαρέλα έχει βέβαια τις ευκολίες της σε σύγκριση με τη λαδομπογιά,
γιατί το χρώμα στεγνώνει αμέσως και αυτό μας επιτρέπει να επανέλθομε με νέο
χρώμα, χωρίς να μας εμποδίζει το προηγούμενο, αλλά γενικώς οι δυσκολίες που
παρουσιάζει η ακουαρέλα είναι περισσότερες από τις ευκολίες.


Αυτή
η τεχνική επιτρέπει μια αλληλοδιείσδυση των χρωμάτων, επομένως δεν έχομε εδώ
σαφή περιγράμματα, έχομε όμως θαυμάσια εφέ, αλλά χρειάζεται μεγάλη άσκηση για
να μπορεί ο καλλιτέχνης να ελέγχει αυτά τα εφέ και το τελικό αποτέλεσμα.
Η
ακουαρέλα γενικά πρέπει να βγαίνει αβίαστη (φρέσκια, όπως λέμε συνήθως). Αν
αυτό δεν το πετύχομε, είναι προτιμότερο να καταστρέφομε την πρώτη προσπάθεια
και να επιχειρούμε μια δεύτερη, εκμεταλλευόμενοι την πείρα που έχομε αποκτήσει
εν τω μεταξύ».
Απόψεις
και κτίσματα – Καφενεία, ταβέρνες και
μαγαζιά

Από το 1950 και μετά αρχίζει να ταξιδεύει στην
Αττική και στην Πελοπόννησο, αλλά και στα νησιά, όχι μόνο στα κοντινά στην
Αθήνα –Σαλαμίνα, Αίγινα, Πόρο, ΄Υδρα και Σπέτσες– αλλά και στις Κυκλάδες, στα
νησιά του Α. Αιγαίου, στα Δωδεκάνησα και φυσικά στην Κρήτη. Από το 1960 και μετά, παντρεμένος πια
με τη Σοφία, θα περιηγηθεί όλο τον ελληνικό χώρο, την ηπειρωτική χώρα και τα
νησιά, κι ακόμα τη Μ. Ασία, τη Ν. Ιταλία (Magna Graecia), την Κύπρο, την
Αίγυπτο, τη χερσόνησο του Σινά αλλά και πολλές ευρωπαϊκές χώρες· και φυσικά
στις περιηγήσεις του ζωγραφίζει και σχεδιάζει αχόρταγα.

Στην Αθήνα δεν είναι τόσο τα αρχαία μνημεία που τραβούν το ενδιαφέρον του όσο οι γραφικοί δρόμοι και
τα απλά λαϊκά ή νεοκλασικά σπίτια. Προσφιλές θέμα του είναι επίσης οι χαμηλές
στέγες των σπιτιών στην παλιά πόλη, ιδωμένες από ψηλά, με την Ακρόπολη στο
βάθος. Από το 1963, όταν θα στήσει το ατελιέ του στην Πλάκα, ζωγραφίζει
πολύ δρόμους της Πλάκας και παλιά
κτίσματα, καμιά φορά και κάποια μνημεία ενταγμένα στον ιστό της πόλης, όπως το
χορηγικό μνημείο του Λυσικράτους. Μερικά από τα έργα αυτά τα δούλεψε επίσης σε
λάδι ή τέμπερα και σε μεγαλύτερες διαστάσεις, προσπαθώντας να μεταφέρει και στα
υλικά αυτά ό,τι είχε κατακτήσει στη ζωγραφική μικρών διαστάσεων και στην
υδατογραφία. Τον συγκινούν επίσης γενικές απόψεις περιοχών με κήπους και
ανοίγματα, όπως το ΄Αλσος Παγκρατίου και το Ζάππειο, και απόψεις της πόλης από το Μετς όπου έζησε αρκετά χρόνια, αλλά
και το αντίθετο, γωνιές με φόντο τα πολυώροφα κτίρια της πρωτεύουσας. Την Αθήνα
θα την ζωγραφίσει και στα 1985, όταν ανέλαβε να εικονογραφήσει το ετήσιο
ημερολόγιο της Εμπορικής Τράπεζας με
ακουαρέλες από την «αθάνατη πολιτεία»,
αλλά και αργότερα, έως το 1997.


Στις ακουαρέλες του το εκτυφλωτικό φως των
Κυκλάδων συνομιλεί με το λευκό χρώμα των σπιτιών –το αποδίδει εκπληκτικά με τη
χρήση τέμπερας– και με το βαθύ και φωτεινό μπλε χρώμα της θάλασσας του Αιγαίου.
Κάστρα και γειτονιές, εκκλησάκια και σπίτια, αλώνια κι αυλές, μαγαζιά και
καφενεία μαρτυρούν την πορεία του ανθρώπου μέσα στον χρόνο.
Με την ίδια ευαισθησία έχει καταγράψει εικόνες από
τα Δωδεκάνησα –από την Πάτμο και τη
Νίσυρο– αλλά και από τα νησιά του Α. Αιγαίου, τη Λήμνο, τη Χίο, τη Σάμο και τη
Μυτιλήνη. Και φυσικά συνέχισε να τον εμπνέει η ιδιαίτερη πατρίδα του, το
Ηράκλειο αλλά και ολόκληρη η Κρήτη , ακόμα κι όταν είχε μόνιμα εγκατασταθεί
στην Αθήνα.

Πολλές ακουαρέλες με θέμα τη φύση αλλά και τοπία,
δουλεμένα με λάδι, τέμπερα ή αυγοτέμπερα, έχει φιλοτεχνήσει και από την
Πελοπόννησο. Πηγή έμπνευσής του ήταν αρχικά το Ναύπλιο, αλλά και άλλες
περιοχές, όπως η Μάνη, η Βαλύρα, η Ολυμπία και η αρχαία Σικυών, αλλά και τα Αντικύθηρα,
κυρίως όμως η περιοχή του Ξυλοκάστρου, όπου ζούσαν τα καλοκαίρια με την σύζυγό
του Σοφία, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, στο κτήμα τους στα Καρυώτικα.


Παρόλο που από τη δεκαετία του ’70 ή ’80 και μετά
δουλεύει περισσότερο στο ατελιέ, με άλλες τεχνικές και άλλα θέματα, η φύση
πάντα τον συγκινεί και δεν σταμάτησε να την απαθανατίζει με την τόσο γνώριμη σ’
αυτόν τεχνική της ακουαρέλας έως τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Οι ακουαρέλες του Μανουσάκη είναι συνήθως έργα
μικρών διαστάσεων –υπάρχουν και έργα που δεν ξεπερνούν τα 15 εκ.– γι’ αυτό και
οι κριτικοί εκείνης της εποχής τον χαρακτήριζαν ως μικρογράφο. ΄Εγραφε στα 1952
ο ΄Αγγελος Προκοπίου, με την
ευκαιρία της Δ΄ Πανελλήνιας ΄Εκθεσης Ζωγραφικής στο Ζάππειο: «Από τη σχολή αυτή των μικρογράφων θα ήθελα
να υπογραμμίσω το ταλέντο του Γιώργου Μανουσάκη. Μου θυμίζει πάντα τους Μικρούς
Δασκάλους της Ολλανδικής ηθογραφίας. Δεν είναι μόνον η χάρις που διακρίνει τις
περιγραφές των εσωτερικών και των ταπεινών καφενείων της γειτονιάς, είναι
κυρίως το ζεστό αίσθημα του ζωγράφου που τις χαρακτηρίζει. Στο ‘Καφενείο η
Σάμος’ , στο ‘Εσωτερικό δωματίου της Πάτμου’
οι χρωματικές του κλίμακες έχουν το δώρο της μουσικότητος».

Ιδιαίτερα τον συγκινούν τα χρώματα με τα οποία οι
νησιώτες, οι πρόσφυγες και οι απλοί άνθρωποι έβαφαν τα σπίτια και τα μαγαζιά,
τα καράβια και τις βάρκες τους. Μας έχει διασώσει μια εκπληκτική γκάμα τέτοιων
χρωμάτων στις ακουαρέλες του, όπως στα σπίτια της Κούλουρης, της Καισαριανής,
στα Αναφιώτικα κάτω από την Ακρόπολη και στην Πλάκα, κι ακόμα στη Θεσσαλονίκη,
στην Κρήτη, στις Κυκλάδες κι αλλού. «Η
αγάπη του χρώματος στους λαϊκούς τύπους», έγραφε σ’ ένα κείμενό του, «δεν είναι
τίποτε άλλο από μια έκφραση χαράς της ζωής. Δεν περιορίζεται μόνο στις
προσόψεις των σπιτιών, αλλά απλώνεται και στις προσόψεις των μαγαζιών, στις
κουρελούδες, στις μπάντες και γενικά στο ντύσιμο των σπιτιών, εκτός από τις
βάρκες, που τα ζωηρά χρώματα είναι παράδοση που ξεκινά από τα παλιά χρόνια».
Τα έργα του Μανουσάκη, πέρα από το ζωγραφικό τους
ενδιαφέρον, είναι μαρτυρίες μιας εποχής που δεν απέχει πολύ από το σήμερα, δεν
είχε όμως ανακαλυφθεί ακόμα, όπως έλεγε ο ίδιος, η «αξιοποίηση» και ο
«εκσυγχρονισμός». Την πραγματικότητα αυτή τη διατύπωσε εύγλωττα στο σύντομο
κείμενο που δημοσίευσε στα 1980 στην πρόσκληση για την έκθεση των σχεδίων του
στην γκαλερί Σταυρακάκη στο Ηράκλειο, όπου μιλάει για «μαρτυρίες μιας εποχής
που πέρασε και ενός κόσμου που χάθηκε».
Ο Μανουσάκης αγάπησε την Ελλάδα των απλών ανθρώπων
και τα έργα που δημιούργησαν με τη γνώση που βγαίνει μέσα από την παράδοση, με
ευαισθησία και άδολη αγάπη για τον τόπο τους. Γι’ αυτό και δεν ζωγραφίζει τα
«μεγάλα» και τα «απόμακρα» αλλά τα
«καθημερινά» και τα «ταπεινά», αυτά που μας συντροφεύουν και μας συγκινούν,
αυτά που μας δένουν με τον τόπο μας. Για τον Μανουσάκη δεν είναι ένα απλό
ζωγραφικό στοιχείο, ούτε ένδειξη πατριωτισμού, είναι βαθιά πίστη στις ιστορικές
αξίες και στη δύναμη της παράδοσης, που μόνο μέσα από τον σεβασμό και τη γνώση
της μένουμε πραγματικά ελεύθεροι.
Από κάθε τόπο επιλέγει γωνιές που τον συγκινούν
αλλά και εκφράζουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της περιοχής. «Στη ζωγραφική του
Μανουσάκη», έγραφε η Ελένη Βακαλό το
1952, «δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τη μορφή από το θέμα, την προσφορά του δημιουργού
στον κόσμο από την προσφορά του κόσμου στον δημιουργό και γοητεύεσαι σα να
είσαι και εσύ ο ίδιος που ζεις μέσα στους πίνακες αυτούς».
Ιδιαίτερα τον συγκινούν οι εσωτερικοί χώροι, είτε
πρόκειται για εκκλησίες, σπίτια, ταβέρνες, καφενεία ή μαγαζιά. Στις εκκλησίες
–μικρά νησιώτικα εκκλησάκια συνήθως– μεταδίδει με τη ζωγραφική του την κατάνυξη
που νιώθουμε μπροστά από ένα απλό υφασμάτινο βήλο της Ωραίας Πύλης ή ένα
πολύχρωμα ζωγραφισμένο ξύλινο τέμπλο με τις λαϊκότροπες εικόνες του, κι ακόμα
μπροστά σε τελείως απέριττες μορφές και στα απλά ξύλινα στασίδια, βαμμένα συχνά
στα νησιά με μπλε φωτεινό χρώμα. Ιδιαίτερα τονίζει πολλές φορές σ’ αυτές τις
εσωτερικές απόψεις μερικά γραφικά στοιχεία, όπως τον στολισμό της εκκλησίας
στις γιορτές με βάγια και μυρτιές.

Με την ίδια ευαισθησία συλλαμβάνει και αποδίδει
την ιδιαίτερη ζεστασιά ενός καφενείου, μιας ταβέρνας, ή ενός μαγαζιού. Το
γεγονός ότι μεγάλωσε μέσα στο μαγαζί του πατέρα του –από τα πρώτα μαγαζιά που
ζωγράφισε– εξηγεί ίσως, έως ένα σημείο, και την αγάπη του για τα μαγαζιά και
την ικανότητά του να καταγράφει την εικόνα, αλλά και να μεταδίδει την ιδιαίτερη
ατμόσφαιρα που αποπνέουν, καθώς και τα συναισθήματα που νιώθουμε όταν βρισκόμαστε
σε τέτοιους χώρους.
Τον συγκινούν ιδιαίτερα οι ταβέρνες και τα
καφενεία με τους ξύλινους πάγκους και τα ζωγραφισμένα βαρέλια στο εσωτερικό, με
τις μεγαλογράμματες επιγραφές στην εξωτερική όψη και τα τραπεζάκια και τις
καρέκλες στα πεζοδρόμια και τις αυλές. Τα ξύλινα ή σιδερένια τραπεζάκια και οι
ξύλινες ψάθινες καρέκλες, είτε βρίσκονται στην Αθήνα, είτε σε νησιώτικα
σοκάκια, σε σκεπαστές βεράντες ή δίπλα στη θάλασσα, είναι ένα φιλικό κάλεσμα
για ανάπαυλα και ψυχική γαλήνη.
«Καταγράφει
πιστά όσα βλέπει», έγραφε ο Α. Ξύδης το 1976, «και μας μεταδίνει κάτι από τη
συγκίνηση που ένοιωθε ο ίδιος ζωγραφίζοντας το θέμα που κάθε φορά έχει
διαλέξει….Πρακτικός της ζωγραφικής, όχι της γραφικότητας, της απλότητας, όχι
της αφέλειας, ακέραιος και όχι καμποτίνος, ο Μανουσάκης είναι ο ζωγράφος της
απόλυτης τιμιότητας».


















































































Σύντομα θα αναρτηθούν και άλλες ακουαρέλες του Γ.
Μανουσάκη
ΣΗΜ.:
1.
Τα κείμενα στη σελίδα προέρχονται
κυρίως από το βιβλίο Γ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ (Αγγελική Κόκκου - Μυρτώ Κουμβακάλη).
2.
Όλες σχεδόν οι φωτογραφίες των έργων
που παρουσιάζονται στο Blog έγιναν από τον φωτογράφο
έργων τέχνης Ανδρέα Σκιαδαρέση και ελάχιστες από τον Χρήστο Αδαμόπουλο.
3.
Οι πίνακες του Γιώργου Μανουσάκη που παρουσιάζονται
στη σελίδα βρίσκονται σε Πινακοθήκες, Τράπεζες, Οργανισμούς, Ιδιωτικές συλλογές
εσωτερικού και εξωτερικού και στο αρχείο του καλλιτέχνη.
4.
Στη σελίδα γίνεται μόνον παρουσίαση του πλούσιου
καλλιτεχνικού έργου του Γιώργου Μανουσάκη και δεν πραγματοποιείται καμία
εμπορική συναλλαγή. Το Blog «Αρχείο ζωγράφου Γ.
Μανουσάκη» δεν αγοράζει ούτε πουλά έργα ζωγραφικής ή πάρεργα του καλλιτέχνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου